Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΑΘΗΤΗ...
Αγαπητέ απόφοιτε λυκείου τελειώσανε τα ψέματα. Είτε ήσουν σαΐνι στην τάξη και πρώτη μούρη είτε ήσουν ο μετρ της σκανταλιάς και στο τελευταίο θρανίο, η περίοδος χάριτος είναι πια παρελθόν. Μην το αρνείσαι, ανησυχείς. Όλοι έχουν προσδοκίες από σένα, τις οποίες παραδόξως άρχισες να έχεις κι εσύ από τον εαυτό σου. Έχεις μέρες να κοιμηθείς, να φας, να βγεις. Κοιτάς το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, δεν του μιλάς μα για σένανε σου λέει. Βλέπεις εξισώσεις και την κλίση του populus παντού. Θεωρητική, τεχνολογική, θετική, αρνητική... Ότι κατεύθυνση και να είσαι το κεφάλι σου έχει γίνει καζάνι, είσαι ένα ερείπιο, η γιαγιά σου σε κυνηγάει για να φας και οι γονείς σου περιμένουν τα ευχάριστα για να βγάλουν ντελάλη στη γειτονιά... Ποια γειτονιά; Σ’ όλη την πόλη! Είτε πέτυχες είτε απέτυχες γι’ αυτούς, ένα είναι σίγουρο. Θα σε κάνουν βούκινο σε όλη την περιφέρεια χαρίζοντας σου τα 5 λεπτά δημοσιότητας που σου αναλογούν βάσει ερευνών και μελετών, πιο γρήγορα απ’ ότι είχες προβλέψει. Ίσως να σε δεχτούν στο ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και να ανακαλύψεις ένα ταλέντο που δεν φαντάστηκες ποτέ πως είχες.
Τέλος πάντων, περιμένεις και περιμένεις, γύρω σου περιμένουν κι άλλοι, ο τζίτζικας σκάει, εσύ τον συμμερίζεσαι και το ράδιο αρβύλα για τα αποτελέσματα πάει κι έρχεται. Η μεγάλη μέρα φτάνει, μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη... Δεν παίζει ρόλο, εσύ να ‘σαι καλά. Από το πρωί είσαι στα τηλέφωνα με τους φίλους σου. Τρέντυ, goth-άδες, metal-άδες, άνθη-φυτά... Όλοι είναι σ’ αναμμένα κάρβουνα. Η μάνα σου παίρνει τηλέφωνα από ‘δώ, παίρνει από ‘κεί με μόνο σκοπό να μάθει τι έκανε το βλαστάρι της, ενώ ο πολυαγαπημένος σου μπαμπάς που δεν θέλει να σου δώσει θάρρος, κάθεται απαθέστατα μπροστά στο χαζοκούτι κάνοντας τα νεύρα σου κρόσσια. Κλείνεσαι στο κλουβί σου και αρχίζεις να πηγαίνεις πάνω κάτω, πάνω κάτω σαν δείχτης αδιάβροχου ρολογιού. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Ή θα ζήσεις ή θα εύχεσαι να πήγαινες ακόμη νηπιαγωγείο, αφού ήδη σου λείπει η κυρία Σούλα. Ονειρεύεσαι... Ταξιδεύεις στο χρόνο σαν τον τρελό επιστήμονα... Κοντεύεις να «πετάξεις» άσπρη τούφα στη φράντζα σαν τον Αυτιά και την Παναγιωταρέα… Και ξαφνικά ακούς την κραυγή της μάνας από το σαλόνι βικτωριανής διακόσμησης και καταλαβαίνεις. Κουκουλώνεσαι κάτω από τα σκεπάσματα και περιμένεις την έφοδο. Μάταια.
Μέρες μετά, αποφασίζεις να κυκλοφορήσεις. Από την πρώτη στιγμή παρατηρείς πως όλοι σε κοιτούν με λύπηση, οίκτο... Ακόμα και ο μανάβης σου προσφέρει τσάμπα μια σακούλα φρούτα και σε χαϊδεύει απαλά στο κούτελο! Είσαι και επισήμως, πλέον, ένας αποτυχημένος πριν καν αρχίσεις να ζεις πραγματικά. Η μανούλα σου σε κάνει χώμα. Εκείνο το ύφος με τα σουφρωμένα χείλη σε στέλνει αδιάβαστο. Δεν σου μιλάει κι όταν σου μιλάει εύχεσαι να είχε πιει το αμίλητο νερό όπως η Μαρινέλλα. Ο μπαμπάς σου αρχίζει το κήρυγμα επιπέδου, λέγοντας σου ότι μεγάλωσες πια κι ότι η ευθύνη είναι δική σου, εμμέσως πλην σαφώς σε κατηγορεί που έφαγες άδικα τα λεφτά τους στα φροντιστήρια κι ετοιμάζεται να τοιχοκολλήσει αφίσα σε όλη την πόλη που λέει πόσο άχρηστος είσαι και μετά να αυτοκτονήσει για να ξεπλύνει την τιμή του ονόματός του και να σταματήσει πια η κατακραυγή του κόσμου. Είναι πλέον γεγονός. Είσαι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, το πιο αποτυχημένο μέλος εδώ και διακόσια χρόνια, από τότε που ένας μακρινός σου θείος έχασε ένα πρόβατο από το κοπάδι, είσαι ένας δακτυλοδεικτούμενος. Αλλά το ήξερες αυτό.
Πέρασες στο πανεπιστήμιο; Είσαι το τέλειο παιδί, ο καλύτερος, ο λόγος που ο μπαμπάς σου φουσκώνει σαν μπαλόνι από περηφάνια και η μαμά σου αφήνει ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της! Δεν πέρασες; Πού πας ρε Καραμήτρο; Κλειδώσου καλύτερα στο υπόγειο και άκου Πάριο μέχρι αηδίας. Παθαίνεις την καταθλιψάρα της ζωής σου. Πίνεις μπάφους και παίζεις προ. Βλέπεις την απουσιολόγο Λαμπρινή στον ύπνο σου να ξεκαρδίζεται με την κατάντια σου και σε λούζει κρύος ιδρώτας. Θες να φύγεις μακριά, να ξεχάσεις το σχολείο, τους γονείς σου, τον εαυτό σου... Τίποτα δεν σου κάνει αίσθηση πια, αποκτάς ανοσία σε κάθε κριτική και συναίσθημα, γίνεσαι σκληρός σαν πέτρα, αλλάζεις... Μισείς τους πάντες και τα πάντα, τα πράγματα γίνονται ασφυκτικά ανάμεσα σε σένα και την οικογένειά σου... Για πρώτη φορά όμως αποφασίζεις να το απολαύσεις όσο πικρό κι αν είναι. Άλλωστε, στο τέλος αυτοί θα το μετανιώσουν. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο. Κι όσο πιο κρύο τόσο καλύτερο για σένα. Αποφασίζεις να φύγεις με την πρώτη ευκαιρία και να πετύχεις με οποιονδήποτε τρόπο. Κι εκεί ανακαλύπτεις πως ο Γιάννης(βλέπε Πάριος), έχει δίκιο.
Πιο καλή η μοναξιά... από σένα που δεν φτάνω... Γι’ αυτό σου λέω πολυαγαπημένε μου απόφοιτε λυκείου, κουράγιο από προσωπική εμπειρία με την ελπίδα να έχεις καλύτερη τύχη. Εκτός κι αν είσαι «γκαντέμης» όπως εγώ, οπότε είσαι χαμένος από χέρι στο μυαλό αυτών που δεν πίστεψαν ποτέ σε σένα.
Ξύπνα! Εσύ είσαι ο πιο επίκαιρος ήρωας της χώρας! Με «Ζαβαρακατρανέμια» ή χωρίς... Έχε γεια!
γράφτηκε από τον/την stilelibera
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου